-
1 основание
основание с 1) (действие) η θεμελίωση, η ίδρυση 2) (причина) о λόγος, η αιτία 3) (основа) η βάση 4) (фундамент) το θεμέλιο* * *с1) ( действие) η θεμελίωση, η ίδρυση2) ( причина) ο λόγος, η αιτία3) ( основа) η βάση4) ( фундамент) το θεμέλιο -
2 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
3 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο. -
4 учреждение
-я ουδ.1. ίδρυση• καθιέρωση•-банка ίδρυση τράπεζας•
учреждение ордена καθιέρωση παράσημου.
2. ίδρυμα•государственные -я τα κρατικά ιδρύματα•
научные -я επιστημονικά ιδρύματα•
детские -я παιδικά ιδρύματα.
3. το (κοινωνικό) καταστημένο. || παλ. νομοθέτημα. -
5 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
6 организация
1. (действие) η οργάνωση, η ίδρυση, η εγκαθίδρυση 2. (объединение, учреждение) το ίδρυμα, το καθίδρυμα, ο οργανισμόςгосударственная - ο κρατικός οργανισμός/φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > организация
-
7 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
8 образование
образовани||е Iс1. (действие) ἡ δια-μόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός / ἡ ἱδρυση [-ις] (государства и т. п.):\образование слов ὁ σχηματισμός λεξεων2. (результат) ἡ διαμόρφωση [-ις], ὁ σχηματισμός:вулканические \образованиея τά ἡφαιστειογενή στρώματα.образование IIс в разн. знач. ἡ ἐκ-παίδευση [-ις], ἡ μόρφωση [-ις]:начальное \образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· среднее \образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· высшее \образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· давать \образование ἐκπαιδεύω, διδάσκω, δίνω μόρφωση· получить \образование σπουδάζω, μορφώνομαι. -
9 создание
созда́||ниес1. (действие) ἡ δημιουργία, ἡ κατασκευή, ἡ ἰδρυση [-ις}, ἡ σύσ-ταση [-ις]·2. (произведение) τό δημιούργημα, τό ἐργο[ν]·3. (существо) τό πλάσμα. -
10 учреждеицие
учреждеициес1. (действие) ἡ ἱδρυση[-ις], ἡ σύστασις·2. (заведение) τό ίδρυμα/ τό ἐκπαιδευτήριο[ν] (учебное):государственные \учреждеициеия τά κρατικά ἱδρύματα, τά δημόσια ἱδρύματα· лечебные \учреждеициеия τά νοσηλευτικά ἱδρύματα, τά νοσοκομεία. -
11 основание
[ασναβάνιιε] ουσ. ο. ίδρυση -
12 основание
[ασναβάνιιε] ουσ ο ίδρυση -
13 грюндерство
-а ουδ.ίδρυση κερδοσκοπικών επιχειρήσεων. -
14 заведение
-я ουδ.1. ίδρυμα•высшее учебное заведение ανώτερο εκπαιδευτικό’ίδρυμα•
исправительное заведение παλ. αναμορφωτικό ίδρυμα, αναμορφωτήριο•
лечебное заведение θεραπευτήριο•
богоугодное заведение φιλανθρωπικό ίδρυμα.
2. κατάστημα, οίκος•торговое заведение εμπορικό κατάστημα•
трактирное (ή питейное) заведение πανδοχείο, καμπαρέ.
3. ίδρυση, ανέγερση, φτιάξιμο•заведение школ ανέγερση σχολικών κτιρίων.
4. (απλ.) συνήθεια•у нас такое заведение εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
-
15 организация
-и θ.1. οργάνωση,διοργάνωση• συγκρότηση, ίδρυση•научная организация труда επιστημονική οργάνωση εργασίας•
организация кружка συγκρότηση ομίλου.
2. βλ. организованность.3. οργανισμός, ιδιοσυγκρασία•человек со слабой-ей άνθρωπος με αδύνατο οργανισμό.
|| οργανωμένο σύνολο•партииная организация κομματική οργάνωση•
торговые -ии εμπορικές οργανώσεις.
-
16 складывание
-я ουδ.1. βλ. сложение.2. σύσταση, σχηματισμός• δημιουργία, ίδρυση. -
17 составление
-я ουδ.1. παράθεση, παράταξη, τοποθέτηση δίπλα, μαζί.2. κατασκευή, φτιάξιμο, σύνθεση• ένωση.3. σχηματισμός, δημιουργία. || συγκρότηση, ίδρυση• οργάνωση. || σύνταξη, σύνθεση. -
18 устроение
-я ουδ.1. ίδρυση, χτίσιμο, φτιάξιμο.2. οργάνωση, σύσταση, συγκρότηση, δημιουργία.3. τακτοποίηση, διευθέτηση, κανόνισμα.4. παλ. κατασκευή.5. παλ. βλ. устройство (3 σημ.).
См. также в других словарях:
ίδρυση — η (ΑΜ ίδρυσις) [ιδρύω] 1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις») 2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου») μσν. αρχ. 1. σταθερότητα 2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση 3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου (| αρχ … Dictionary of Greek
ίδρυση — η ανέγερση, δημιουργία: Ίδρυση νέων βιομηχανικών μονάδων. – Ίδρυση νέου κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱδρύσῃ — ἱδρύ̱σηι , ἵδρυσις founding fem dat sg (epic) ἱδρύ̱σῃ , ἱδρύω make to sit down aor subj mid 2nd sg ἱδρύ̱σῃ , ἱδρύω make to sit down aor subj act 3rd sg ἱδρύ̱σῃ , ἱδρύω make to sit down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek